αγκούσα

αγκούσα
και άγκουσα, η
1. δύσπνοια που προέρχεται από πολυφαγία, ασθένεια ή άλλες αιτίες
2. στενοχώρια, θλίψη
3. μέριμνα, φροντίδα
4. τα αέρια ορυχείων, τα οποία δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ὀγκοῦμαι ή < ενετ. angossa < λατ. angustia (= στενό πέρασμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκούσα — η (λ. ιταλ.), δύσπνοια, στενοχώρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκουσεύω — [αγκούσα] Ι. ενεργ. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί μεσ. 1. αισθάνομαι αναπνευστική δυσφορία, ανασαίνω με δυσκολία 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω …   Dictionary of Greek

  • αγγούσα — η βλ. ορθή γραφή αγκούσα …   Dictionary of Greek

  • αγκουσιά — η 1. άσθμα, δύσπνοια, αγκούσα 2. στενοχώρια, αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκουσεύω, με υποχωρητικό σχηματισμό. ΠΑΡ. αγκουσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αγκουσομανώ — ( άω) αγκομαχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγκούσα ή ρ. αγκουσεύω + παραγ. κατάλ. μανώ] …   Dictionary of Greek

  • αγγούσα — η βλ. αγκούσα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”