- αγκούσα
- και άγκουσα, η1. δύσπνοια που προέρχεται από πολυφαγία, ασθένεια ή άλλες αιτίες2. στενοχώρια, θλίψη3. μέριμνα, φροντίδα4. τα αέρια ορυχείων, τα οποία δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ὀγκοῦμαι ή < ενετ. angossa < λατ. angustia (= στενό πέρασμα).
Dictionary of Greek. 2013.